ξερνοβολώ

ξερνοβολώ
-άω
κάνω συνεχώς εμετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερνώ + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. γεννο-βολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξερνοβολώ — ξερνοβόλησα, κάνω ακατάσχετο εμετό: Έφαγε χαλασμένο τυρί και ξερνοβολούσε όλη τη νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”